Κάτω από τα νέα κλιματικά δεδομένα, εύλογη είναι η ανησυχία για μια πιθανή μείωση της παραγωγικότητας των ελαιώνων, που θα οφείλεται στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού.
Μια επιστημονική προσέγγιση θα ήταν, η εφαρμογή δεδομένων σε ένα αξιόπιστο αναπτυγμένο μοντέλο, ώστε να παραχθεί μια σχετική πρόγνωση. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται και συνεπώς οι πιθανές προγνώσεις στηρίζονται μόνο στη μακροχρόνια εμπειρία.
Η προσωπική μου εμπειρία αφορά την Ανατολική Πελοπόννησο, το κλίμα της οποίας διαφέρει αρκετά από αυτό της Δυτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ο παραδοσιακός ελαιώνας της Ανατολικής αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από δένδρα των ποικιλιών Μανάκι-Αγουρομάνακο και Μεγαρίτικη, ενώ λείπει η Κορωνέικη.
Με δεδομένο ότι, ο παραδοσιακός ελαιώνας για πολλούς αιώνες δεν αρδεύεται, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι δυο αυτές ποικιλίες επικράτησαν λόγω της ανθεκτικότητάς τους στην ξηρασία των καλοκαιρινών μηνών και στην δυνατότητά τους να ανακάμπτουν με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχοπτώσεις.
στα ξηροθερμικά κλίματα ολόκληρο το οικοσύστημα έχει «συνηθίσει» να επιβιώνει σε συνθήκες 6 μηνών βροχοπτώσεων και 6 μηνών ανομβρίας
Γύρω στα μέσα του Ιουνίου, μετά δηλαδή το ευαίσθητο και ασταθές πλέον, στάδιο της ανθοφορίας-καρπόδεσης, η ηρτημένη παραγωγή είναι λίγο-πολύ εμφανής, αφού έχει ολοκληρωθεί και η αναμενόμενη, πολυπαραγοντική, αρχική καρπόπτωση.
Τους επόμενους δύο μήνες, η θερμική επιβάρυνση ( stress) αναμένεται να είναι υψηλή.
Η θερμοκρασία πλέον ξεπερνά τακτικά τις συνθήκες καύσωνα ( > 37° Κελσίου), αλλά και η ημερήσια ηλιοφάνεια είναι η μεγαλύτερη του έτους.
Παρόλαυτά, η επίδραση στην τελική παραγωγή δεν φαίνεται να είναι σημαντική, αφού η ελιά διαθέτει, γενικά, αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα. Γενικά, στα ξηροθερμικά κλίματα ολόκληρο το οικοσύστημα έχει «συνηθίσει» να επιβιώνει σε συνθήκες 6 μηνών βροχοπτώσεων και 6 μηνών ανομβρίας.
Παρατεταμένες, αλλά όχι ακραίες, συνθήκες καύσωνα, μπορούν να επηρεάσουν θετικά την τελική ποσότητα και ποιότητα ελαιολάδου, αφού δρούν αρνητικά στην δακοπληξία και μάλλον τροποποιούν την βιοσύνθεση ουσιών.
μεγαλύτερη επίδραση στη φύση και στα καλλιεργούμενα φυτά έχει η μείωση του λεγόμενου « Πράσινου Νερού»
Είναι ήδη καταγεγραμμένο στα IPCC reports ( Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή), ότι αναμένεται, λόγω της κλιματικής αλλαγής, προοδευτικά να αλλάξουν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά όλων των παραγόμενων τροφίμων, αφού θα διαφοροποιηθεί η βιοσύνθεση.
Είναι σήμερα κατανοητό, αλλά όχι επαρκώς μελετημένο ότι, μεγαλύτερη επίδραση στη φύση και στα καλλιεργούμενα φυτά έχει η μείωση του λεγόμενου « Πράσινου Νερού», παρά η αύξηση της θερμοκρασίας.
Πράσινο Νερό καλείται η συνολική ποσότητα νερού, που βρίσκεται στη διάθεση των φυτών. Δυστυχώς μειώνεται σταθερά, παγκοσμίως.
δεν θεωρώ ότι η αύξηση της θερινής θερμοκρασίας είναι επαρκής αιτία, από μόνη της, για να μειώσει σημαντικά την απόδοση ελαιώνων με υγιή και εύρωστα δένδρα, καλά προσαρμοσμένα στη φύση, που δέχονται προσεκτικούς χειρισμούς και καίρια δόση άρδευσης
Η ανθεκτικότητα των οικοσυστημάτων και ειδικότερα των ελαιώνων μας εξαρτάται άμεσα από το πράσινο νερό, που συνδέεται άμεσα με το φαινόμενο της ερημοποίησης των εδαφών.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ερημοποιημένου εδάφους είναι η αδυναμία του να συγκρατήσει επαρκείς ποσότητες νερού, ώστε να τραφούν τα φυτά.
Δηλαδή το διαθέσιμο στα φυτά νερό δεν μειώνεται απλά από την έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων, αλλά και από την αδυναμία συγκράτησής του. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας για να αυξήσουμε την ανθεκτικότητα, αφού δεν μπορούμε να προκαλέσουμε βροχή.
Ο νους και οι πρακτικές των καλλιεργητών θα πρέπει οπωσδήποτε να στραφούν προς την ανάπτυξη και διατήρηση υγιούς εδάφους, πλούσιου σε οργανική ουσία και τη μέγιστη δυνατή υδατοχωρητικότητα. Ετσι τα δένδρα, εκτός από νερό, θα αποκτήσουν και άλλες αμυντικές δυνάμεις, απέναντι στις βιοτικές και αβιοτικές καταπονήσεις.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι, η άρδευση δεν αντικαθιστά την βροχόπτωση, αλλά τη συμπληρώνει. Η άρδευση της ελιάς είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα, αναφορικά με την αναγκαιότητα της, τις ποσότητες νερού, τη συχνότητα, τις τεχνικές εφαρμογής κλπ.
Βέβαια, η άρδευση γενικά αυξάνει την ανθεκτικότητα και την παραγωγικότητα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελεί τέχνη και μάλιστα δύσκολη! Είναι εύκολο να ξεφύγει κανείς από τον αρχικό στόχο, που είναι κυρίως η αύξηση του εισοδήματος και όχι απλά μια ακριβοπληρωμένη αύξηση της παραγωγής.
Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι η αύξηση της θερινής θερμοκρασίας είναι επαρκής αιτία, από μόνη της, για να μειώσει σημαντικά την απόδοση ελαιώνων με υγιή και εύρωστα δένδρα, καλά προσαρμοσμένα στη φύση, που δέχονται προσεκτικούς χειρισμούς και καίρια δόση άρδευσης.
Δρ Μιχάλης Αϊνατζόγλου, μέλος της Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε)
φωτό © olivenews.gr olivenews.gr